- πυλούχος
- και πυλάοχος, -ον, Α1. (το αρσ. στον τ. πυλάοχος) προσωνυμία τού Διονύσου2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυλοῡχοςδοκός που υποβαστάζει πύλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -οῦχος* (< ἔχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυλούχοις — πυλοῦχος beam supporting gates masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
πυλάοχος — ον, Α βλ. πυλοῡχος … Dictionary of Greek